σιφωνοπλάκα

σιφωνοπλάκα
η, Ν
βιολ. ασβεστολιθική πλάκα που είναι συνδεδεμένη με τον σίφωνα σε ορισμένα μαλάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. siphonoplax < σίφωνας + πλάξ, πλακός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”